- φθοριοφόρμιο
- το(χημ.), αέριο ανάλογο προς το χλωροφόρμιο, που γίνεται από ιωδοφόρμιο και φθοριούχο άργυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.